- ῥητόν
- ῥητόςstatedmasc acc sgῥητόςstatedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ῥῆτον — ῥάζω snarl fut ind act 3rd dual (doric) ῥάζω snarl fut ind act 2nd dual (doric) ῥαίνω sprinkle fut ind act 3rd dual (epic doric) ῥαίνω sprinkle fut ind act 2nd dual (epic doric) ῥέω flow pres imperat act 2nd dual (doric aeolic) ῥέω flow pres ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ERETUM — opp. Sabinorum non procul a Tyberi in colle fitum. Monte Rotondo Volaterrano. Eius meminit Virg. Aen. l. 7. v. 711. Ereti manus omnis oliviferaeque Mutuscae. Dictum hoc opp. ὐπὸ τῆς Η῞ρας a Iunone, quae ibi culta, Serv. scribit. Et Solin. c. 8.… … Hofmann J. Lexicon universale
πολυάρητον — πολυά̱ρητον , πολυάρητος much wished for masc/fem acc sg πολυά̱ρητον , πολυάρητος much wished for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρητον — ἄ̱ρητον , αἴρω attach aor subj act 3rd dual ἄ̱ρητον , αἴρω attach aor subj act 2nd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσφύρητον — ὁλοσφύ̱ρητον , ὁλοσφύρητος made of solid beaten metal masc/fem acc sg ὁλοσφύ̱ρητον , ὁλοσφύρητος made of solid beaten metal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤρητον — ἄ̱ρητον , αἴρω attach aor subj act 3rd dual ἄ̱ρητον , αἴρω attach aor subj act 2nd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Dicta — (lat., Mehrzahl von Dictum [s.d.], 1) Sprüche, so: Dicta septem sapientum, die Sprüche der Sieben Weisen, s.d.; 2) (Dogm.), Bibelsprüche; man unterscheidet: a) D. classĭca, Bibelstellen, die einen Satz deutlich u. ausführlich behandeln; b) D.… … Pierer's Universal-Lexikon
αργύριο — και ον, το (AM ἀργύριον) [άργυρος] πληθ. 1. χρήματα 2. τα χρήματα που πήρε ο Ιούδας 3. ο άργυρος ως μέταλλο αρχ. 1. μικρό νόμισμα, κέρμα 2. τα χρήματα, τα μετρητά 3. φρ. «ἀργύριον ῥητόν» ορισμένο χρηματικό ποσό … Dictionary of Greek
γραφικός — ή, ό (AM γραφικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γραφή (α. «γραφική ύλη» υλικά για γράψιμο β. «γραφικός κάλαμος» καλάμι, πένα με την οποία έγραφαν) 2. φρ. «γραφικό σφάλμα», «γραφικὸν ἁμάρτημα» λάθος που έγινε κατά το γράψιμο ή κατά… … Dictionary of Greek
εφόδιο — το (ΑΜ ἐφόδιον, Α συν. στον πληθ. ἐφόδια, τὰ και ιων. τύπος ἐπόδια) 1. τα αναγκαία χρήματα ή τρόφιμα για την οδοιπορία ή το ταξίδι 2. γενικώς τα αναγκαία, τα απαραίτητα για κάτι και ειδικώς τα απαραίτητα πολεμοφόδια, καθετί που χρειάζεται για τη… … Dictionary of Greek